Η ημέρα της προγραμματισμένης συνάντησής μας ξημερώνει με τις μεγαλύτερες πλημμύρες τουλάχιστον των τελευταίων μηνών στην Αθήνα και την απεργία των ηθοποιών. Όταν επικοινωνώ μαζί της για να επιβεβαιώσω αν ισχύει το ραντεβού μας, απαντάει θετικά χωρίς δισταγμό. Η αφοσίωση της Λουκίας Μιχαλοπούλου στη δουλειά της είναι αδιαπραγμάτευτη – και όταν περιλαμβάνει μια συνέντευξη και φωτογράφισή για το Marie Claire με αφορμή το νέο ανέβασμα της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, με την ίδια να διατηρεί τον ομώνυμο ρόλο.
Η παράσταση, μετά την παρουσίασή της το καλοκαίρι του 2025 στην Επίδαυρο και τη μεγάλη περιοδεία της σε Ελλάδα και Κύπρο, μπαίνει για πρώτη φορά, από την Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου, σε κλειστό χώρο, στο Θέατρο Πορεία, και μετονομάζεται σε «Ηλέκτρα εντός». Η επιλογή του θεάτρου δεν είναι τυχαία: εκεί γεννήθηκε το εγχείρημα και ξεκίνησαν οι πρόβες, «κι αυτό έχει μεγάλη σημασία», λέει η ηθοποιός. «Ο Δημήτρης Τάρλοου είχε την ιδέα να μεταφέρει το έργο σε ένα παράξενο, παρακμιακό μπαρ του Μεσοπολέμου, όπου η γιορτή της Κλυταιμνήστρας για τον θάνατο του Αγαμέμνονα μόλις έχει τελειώσει». Αλλά οι αλλαγές επεκτείνονται και στη διανομή των ρόλων. Η ομάδα υποδέχεται «τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς, την Αγλαΐα Παπά, τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη και τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο. Και ο Χορός από εννέα άτομα που είχε, πλέον έχει δύο».
«Ο Δημήτρης Τάρλοου είχε την ιδέα να μεταφέρει το έργο σε ένα παράξενο, παρακμιακό μπαρ του Μεσοπολέμου, όπου η γιορτή της Κλυταιμνήστρας για τον θάνατο του Αγαμέμνονα μόλις έχει τελειώσει».
Μια πρόκληση που αντιμετωπίζει η Λουκία στο Θέατρο Πορεία είναι «να δω πώς θα ενταχθεί σε αυτό ο λόγος του Γιώργου Χειμωνά [που έκανε τη μετάφραση]. Είμαι μια ηθοποιός που δουλεύει πάρα πολύ με τον λόγο, ειδικά σε τέτοια κείμενα όπου, κατά τη γνώμη μου, πρωταγωνιστεί». Καθώς το κείμενο «έχει γραφτεί για ανοιχτό χώρο – ο Σοφοκλής γράφει και ταυτόχρονα σκηνοθετεί», στην Επίδαυρο βρέθηκε στο φυσικό περιβάλλον του. «Η Επίδαυρος έχει το μέγεθος που ψάχνουμε στην υποκριτική. Σε έναν κλειστό χώρο αυτό το μέγεθος καλείσαι να το σκαλίσεις, με διάφορους τρόπους».
Επιπλέον κάθε υπαίθριο θέατρο, προσθέτει, έχει το δικό του φυσικό φως και ήχο, με τα οποία συνδιαλέγονται ο φωτισμός, η μουσική και τα ηχοτοπία μιας παράστασης. «Ο γκιώνης είναι εκεί. Μπορεί να υπάρχει ακριβώς δίπλα ακόμα και ένα πανηγύρι ή ένα beach bar. Ή η θάλασσα. Ή ο αέρας. Στο κλειστό θέατρο προφυλάσσεσαι, με έναν τρόπο, από αυτά. Στο κλειστό θέατρο μπορούν επίσης να φανούν λεπτομέρειες που χάνονται στον ανοιχτό χώρο, όπως μια μικρή κίνηση. Από την άλλη, εκεί απαιτούνται άλλοι τρόποι για να μη χαθεί το μέγεθος αυτής της ιστορίας. Διαφορετικά η ιστορία θα έρθει να σε εκδικηθεί».
«Στο κλειστό θέατρο μπορούν επίσης να φανούν λεπτομέρειες που χάνονται στον ανοιχτό χώρο, όπως μια μικρή κίνηση. Από την άλλη, εκεί απαιτούνται άλλοι τρόποι για να μη χαθεί το μέγεθος αυτής της ιστορίας. Διαφορετικά η ιστορία θα έρθει να σε εκδικηθεί».
Από την Επίδαυρο στο Θέατρο Πορεία αλλάζει και το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι;
«Δεν μπορώ να βάλω διαχωριστικές γραμμές στο κοινό. Δεν ξεκίνησα από μεγάλους, ανοιχτούς χώρους –το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν και το Θέατρο Οδού Κυκλάδων “Λευτέρης Βογιατζής” είναι μικροί, κλειστοί χώροι– παρ’ όλα αυτά τώρα αρχίζω να νιώθω πιο ήσυχα παίζοντας σε μεγάλα θέατρα. Το κοινό είναι ένα τεράστιο σύννεφο, που αποτελείται από χιλιάδες ανθρώπους – δέκα χιλιάδες, όταν μιλάμε για την Επίδαυρο. Σε αυτό είναι και η μητέρα μου και οι καλύτεροί μου φίλοι και κριτικοί θεάτρου και υπουργοί και άνθρωποι απ’ το Λυγουριό [το γειτονικό χωριό]. Σε μια ιδανική συνθήκη, πάμε όλοι να γίνουμε ένα. Και το συγκινητικό που μπορώ να πω για αυτή την παράσταση, επειδή δοκιμάστηκε σε πολλούς τόπους, είναι ότι λειτουργεί. Γιατί έχει μια εντιμότητα. Και η αρχαία τραγωδία είναι στο DNA μας. Θα είναι εντελώς διαφορετικό αν πάμε να ανεβάσουμε, ας πούμε, Σαίξπηρ ή Πίντερ, ακόμα και αν δημιουργηθεί μια έξοχη παράσταση».

Πώς ένιωσες ότι ο κόσμος ανταποκρίθηκε στις καλοκαιρινές παραστάσεις της «Ηλέκτρας»;
«Καταρχάς σχεδόν σε όλα τα θέατρα δεν υπήρχε καθόλου φασαρία. Aκόμα και στην Επίδαυρο οι θεατές ήταν ήσυχοι και ακίνητοι. Και επειδή η Ηλέκτρα έχει το 90% του κειμένου, μπορώ να έχω προσωπική αίσθηση του πώς πήγαινε όλο αυτό, βήμα-βήμα, λεπτό προς λεπτό. Πραγματικά ο κόσμος ρουφούσε την κάθε λέξη. Θυμάμαι, ας πούμε, στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, είχαμε δίπλα στο θέατρο ένα beach bar που έπαιζε εκκωφαντική μουσική. Κάλυπτε τη δική μας μουσική. Κανονικά θα έπρεπε να σταματήσουμε την παράσταση, αλλά ήταν τόσο προσηλωμένος ο κόσμος, που δεν μου πήγαινε καρδιά, όσο κι αν ταλαιπωριόμουν! Γι’ αυτό όταν πρότεινε ο Δημήτρης [Τάρλοου] να μεταφέρουμε την “Ηλέκτρα” σε κλειστό χώρο, λέω ναι, τέτοια έργα είναι ανεξάντλητα, είναι μια ιστορία που κάθε φορά ο κόσμος διψάει να ακούσει και κάτι καινούριο ανακαλύπτει, όπως και ο ίδιος ο ηθοποιός ανακαλύπτει κάθε φορά κάτι. Και για την υποκριτική και για τον εαυτό του».
«Στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, είχαμε δίπλα στο θέατρο ένα beach bar που έπαιζε εκκωφαντική μουσική. Κάλυπτε τη δική μας μουσική. Κανονικά θα έπρεπε να σταματήσουμε την παράσταση, αλλά ήταν τόσο προσηλωμένος ο κόσμος, που δεν μου πήγαινε καρδιά, όσο κι αν ταλαιπωριόμουν!»
Εσύ τι ανακάλυψες;
«Αυτός ο ρόλος είναι μαραθώνιος, ειδικά σε ανοιχτό χώρο, και ψυχικά και τεχνικά. Οπότε το ότι τον άντεξα νομίζω ότι μου έδωσε δύναμη να μη φοβάμαι. Η Επίδαυρος, όσο μαγικός χώρος κι αν είναι, είναι και φοβιστικός. Η Ηλέκτρα με έκανε να ξεφοβηθώ σε μεγάλο βαθμό, επειδή δεν δίνει ιδιαίτερο λογαριασμό στους άλλους. Εμένα με ενδιαφέρει να με αγαπάνε και εκτός σκηνής και, περισσότερο, εντός. Αλλά δεν πειράζει αν δεν αρέσουμε σε όλους ή αν δεν κάνουμε κάτι για να μας αγαπήσουν. Αν είναι να μας αγαπήσουν, ας το κάνουν για αυτό που είμαστε. Να μην έχουμε, δηλαδή, αυτή την αγωνία. Τώρα μπορεί να λέω και να διεκδικώ πράγματα που δεν θα έλεγα και δεν θα διεκδικούσα πριν. Όταν με κατακλύζει κάτι θα το πω, με όλες τις συνέπειες. Νομίζω ότι είναι ένα προχώρημα κι αυτό».

Λέγοντας κάτι που έχεις μέσα σου ελαφραίνεις και βάζεις τα όριά σου.
«Ναι, και όταν λες δυνατά αυτό που πιστεύεις, δυναμώνεις και έρχεσαι αντιμέτωπη με αυτό ακριβώς που θέλεις. Αυτό μπορεί να γίνει βέβαια ανεξέλεγκτο, αλλά σου μιλάει μια περίπτωση που δεν το κάνει εύκολα! Μπορεί πολύ μικρή να μου ήταν πιο εύκολο, αλλά με τα χρόνια, ενδεχομένως και επειδή είμαι αρκετά κλειστό άτομο, κάπως έπρεπε να συμφιλιωθώ και με το ότι δεν μπορούμε να είμαστε πάντα με ανθρώπους που μας εκφράζουν 100% ούτε να τα έχουμε όλα ακριβώς όπως θα θέλαμε, γιατί ζω από αυτή τη δουλειά. Το θέατρο είναι η ζωή μου, αυτή είναι η αλήθεια, είναι όμως και η δουλειά μου. Κι αυτό μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με την καλλιτεχνική επιθυμία μου. Δεν τα έχω καταφέρει άσχημα σε σχέση με τις επιλογές μου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά προσπαθώ πάντα να ισορροπώ. Πάντα έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτό: πόσο μπορείς να πεις αυτό που αισθάνεσαι και να συγκρουστείς σε μια συνθήκη;».
«Με τα χρόνια, ενδεχομένως και επειδή είμαι αρκετά κλειστό άτομο, κάπως έπρεπε να συμφιλιωθώ και με το ότι δεν μπορούμε να είμαστε πάντα με ανθρώπους που μας εκφράζουν 100% ούτε να τα έχουμε όλα ακριβώς όπως θα θέλαμε, γιατί ζω από αυτή τη δουλειά».
Αυτό έχει να κάνει και με το φύλο μας; Πιστεύεις δηλαδή ότι οι γυναίκες είμαστε πιο διστακτικές στο να συγκρουστούμε και να διεκδικήσουμε;
«Αυτό δεν το ξέρω, γιατί βλέπω ότι οι γυναίκες έχουν ξεφοβηθεί πολύ, μιλούν και διεκδικούν. Είναι πολύ σπουδαίο το ότι αρχίζει να συμβαίνει σιγά σιγά αυτό, ας πούμε να λέμε, αυτό με ενοχλεί, αυτό αισθάνομαι ότι με πνίγει, ότι είναι κακοποιητικό. Αλλά η γυναικεία φύση έχει και το ορμονικό κομμάτι, αυτό δεν είναι κακό. Σε αντίθεση με το αντρικό φύλο, που έχει κάτι πάρα πολύ καθαρό και μονοκόμματο και εύκολο και αναγνωρίσιμο, η γυναικεία φύση μετακινείται, έχει καλύτερη ροή. Νομίζω ότι έχει κάτι κοινό με τη θάλασσα. Όσο όμορφη και γοητευτική κι αν είναι, είναι και πάρα πολύ επικίνδυνη. Μπορεί, από εκεί που δεν το περιμένεις, ένα ρεύμα να σε πνίξει».
Αλλά η Ηλέκτρα ήταν σε μια κοινωνία πολύ διαφορετική από τη δική μας, περισσότερο πατριαρχική.
«Οι γυναίκες της ιστορίας, η Κλυταιμνήστρα και η Ηλέκτρα, λύνουν και δένουν. Εμπεριέχουν πάρα πολλή δύναμη. Το κεντρί που τρυπάει την Ηλέκτρα είναι αυτό που την εμπνέει και την τροφοδοτεί κιόλας. Είναι πάρα πολύ ισχυρή η εμμονή της σε κάτι. Η εμμονή της στο περιβόητο πένθος. Η εμμονή της στο ότι τα πράγματα δεν μπορούν απλά να τελειώνουν και να αλλάζουμε σελίδα. Ειδικά εκείνη την εποχή, υπήρχε μια ημερομηνία λήξης στο πένθος. Η Ηλέκτρα λέει, όχι, εγώ δεν βάζω ημερομηνία λήξης. Δεν υπάρχει μέτρο στο πόσο δυστυχισμένοι θα είμαστε».

Θα μπορούσε η Ηλέκτρα να βγει από τον κύκλο εκδίκησης για τη δολοφονία του πατέρα της, Αγαμέμνονα;
«Δεν μπορεί, γιατί αυτό είναι. Αυτό την καθορίζει πια. Οπότε ακόμα και όταν επιφανειακά λύνεται κάτι, δηλαδή επιστρέφει ο Ορέστης, έχουμε μια νεκρανάσταση και σκοτώνεται η μάνα, ξαφνικά η Ηλέκτρα σωπαίνει, είναι σαν να χάνει τον πυρήνα της. Σαν να μην έχει με τι να έρθει σε διάλογο. Νομίζω ότι η πιο τραγική στιγμή της είναι όταν γίνεται αυτό που ήθελε. Γιατί μοιάζει πια σαν να μην έχει λόγο ύπαρξης. Όταν αφιερώνεις το είναι σου σε κάτι, περιμένοντάς το, διεκδικώντας το, θρηνώντας γι’ αυτό, βρίζοντας γι’ αυτό, πολεμώντας γι’ αυτό, προβάλλοντας αντίσταση γι’ αυτό, όταν ξαφνικά λύνεται κάτι, πρέπει να βρεις από την αρχή πού είσαι και ποια είσαι και τι θες. Όταν τελειώνει το έργο η Ηλέκτρα βρίσκεται σε αυτό το παράξενο μεταίχμιο. Είναι μετέωρη και ανυπεράσπιστη, γιατί όπως και να έχει είναι και μια νέα γυναίκα, εννοώ ότι δεν έχει κάνει τον κύκλο της ζωής της. Είναι, με έναν περίεργο τρόπο, σαν μια έφηβη που δεν μεγάλωσε ποτέ, όταν έχασε την πατρική φιγούρα και αναγκάστηκε να δώσει τον αδελφό της, αλλά ταυτόχρονα έχει τον λόγο και τρόπο σκέψης μιας ηλικιωμένης γυναίκας».
«Η γυναικεία φύση έχει κάτι κοινό με τη θάλασσα. Όσο όμορφη και γοητευτική κι αν είναι, είναι και πάρα πολύ επικίνδυνη. Μπορεί, από εκεί που δεν το περιμένεις, ένα ρεύμα να σε πνίξει».
Νομίζω ότι αυτό είναι ένα μοτίβο: να παγώνει, κατά κάποιον τρόπο, ο χρόνος για ένα παιδί που βιώνει μια μεγάλη απώλεια στη ζωή του.
«Φυσικά, ναι. Σε όλες τις ηλικίες, πιστεύω, είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστείς την απώλεια. Αλλά δεν είναι φυσικό το να έρχεσαι σε επαφή με τον θάνατο χάνοντας κάποιον πολύ δικό σου άνθρωπο σε μικρή ηλικία. Είναι διαφορετικό το να χάνουμε τον παππού και τη γιαγιά μας, που έχουμε δει να ολοκληρώνουν έναν κύκλο οπότε η φθορά έρχεται ως φυσικό επόμενο, από το να χάνουμε βίαια τον πατέρα ή τη μητέρα μας ή τον αδελφό ή την αδελφή μας. Αυτό είναι αφύσικο».

Στο μεταξύ η Ηλέκτρα πρέπει να διαχειριστεί και τα ακραία συναισθήματα προς τη μητέρα της. Πώς καταφέρνεις να προσεγγίσεις αυτή την πλευρά της;
«Τα θέματα που χωρίζουν την Ηλέκτρα από την Κλυταιμνήστρα είναι πολύ φανερά στο έργο, είναι γραμμένα στο κείμενο. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα πάρα πολύ είναι οι ομοιότητες των δύο γυναικών. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν παλεύεις να μη μοιάσεις με κάποια πλευρά της μητέρας σου ή του πατέρα σου που δεν αποδέχεσαι και με την οποία συγκρούεσαι, έρχεται μια στιγμή που βλέπεις ότι είσαι αυτό που μισείς. Είναι μια στιγμή πολύ δύσκολη αλλά και πάρα πολύ συγκινητική, γιατί ακόμα και αυτές οι δύο μυθικές γυναίκες, σε μια μυθική σύγκρουση, έχουν μια πολύ ισχυρή κλωστή που τις δένει και τρομερές ομοιότητες. Αυτή η φοβερή συνειδητοποίηση βγαίνει σε στιγμές και κυριεύει την Ηλέκτρα, το λέει το κείμενο και το έχει αποδώσει τέλεια ο Χειμωνάς».
«Στην πραγματικότητα, όσο κι αν παλεύεις να μη μοιάσεις με κάποια πλευρά της μητέρας σου ή του πατέρα σου που δεν αποδέχεσαι και με την οποία συγκρούεσαι, έρχεται μια στιγμή που βλέπεις ότι είσαι αυτό που μισείς. Είναι μια στιγμή πολύ δύσκολη αλλά και πάρα πολύ συγκινητική».
Πάντως στο ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει το χρονικό της προετοιμασίας της παράστασης του περσινού καλοκαιριού, είναι ενδιαφέρον να μαθαίνεις ότι «Ηλέκτρα» σημαίνει φως.
«Ο Δημήτρης Τάρλοου είχε τη γενναιοδωρία να μας φιλοξενήσει, όλο τον θίασο, για μία εβδομάδα στην Άνδρο, για πρόβες. Εκεί είναι το πατρικό του σπίτι, οι ρίζες του, αυτά που αγαπάει, ο τρόπος που μεγάλωσε. Οπότε με αυτό τον τρόπο μάς έφερε σε επαφή και με τη δική του ιστορία. Εκεί ανακαλύψαμε ότι και το Λουκία (luce) είναι συνώνυμο του Ηλέκτρα. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό! Και είναι φοβερό το ότι η πρώτη λέξη που ακούμε από την Ηλέκτρα στο έργο είναι “φως”. Τι παράξενο, από μια ηρωίδα σκοτεινή. Ενδεχομένως να έχει να κάνει με την έξοδο προς τον θάνατο. Είναι πάντως το “φως”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. “Φως” και “αέρας”: αυτές είναι οι πρώτες λέξεις της. Γι’ αυτό στο κλειστό θέατρο μού λείπουν ο αέρας και ο ουρανός. Πρέπει να βρω πώς θα τα αντικαταστήσω ή, επειδή δεν γίνεται να τα αντικαταστήσω, να παίξω το πόσο μου λείπουν».
Παρακολουθήστε εδώ το ντοκιμαντέρ με το χρονικό της προετοιμασίας της παράστασης του καλοκαιριού του 2025:
Info
Από 19 Δεκεμβρίου 2025, Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλατεία Βικτωρίας, www.poreiatheatre.com. Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 21:00, Σάββατο 21:15 & Κυριακή 17:00. Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα). Πληροφορίες και αγορά εισιτηρίων εδώ.
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου. Σκηνικά & Κοστούμια: Πάρις Μέξης. Μουσική Σύνθεση: Φώτης Σιώτας. Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου. Χορογραφίες: Μαρκέλλα Μανωλιάδη. Συνεργάτις δραματουργός: Έρι Κύργια. Σχεδιασμός Ήχου: Δημήτρης Μυγιάκης. Βοηθοί σκηνοθέτη: Αρίστη Τσέλου. Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Δέσποινα – Μαρία Ζαχαρίου. Βοηθός χορογράφου: Μάρω Σταυρινού. Βοηθοί φωτιστή: Χάρης Δάλλας, Ναυσικά Χριστοδουλάκου. Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk. Σχεδιασμός κομμώσεων: Θωμάς Γαλαζούλας. Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας. Trailer: Θωμάς Παλυβός
Διανομή (αλφαβητικά)
Παιδαγωγός: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης. Χρυσόθεμις: Γρηγορία Μεθενίτη. Ηλέκτρα: Λουκία Μιχαλοπούλου. Κλυταιμνήστρα: Αγλαΐα Παππά. Ορέστης: Κωνσταντίνος Ζωγράφος. Πυλάδης: Περικλής Σιούντας. Αίγισθος: Δημήτρης Τάρλοου. Δύο γυναίκες: Ελένη Βλάχου, Ιωάννα Λέκκα. Μουσικός επί σκηνής: Τάσος Μυσιρλής



