Η Μαρία Κίτσου είναι ίσως η μόνη αυτή την περίοδο που δεν έχει εμπλακεί σε καβγά μέσα σε σούπερ μάρκετ, που δεν έχει ανταλλάξει ασχημοσύνες με κάποιον επειδή φορούσε ή δεν φορούσε μάσκα. Δεν έχει χρόνο να μετάσχει στην πόλωση και τους διχασμούς της πανδημίας. Ζει αποκλειστικά μέσα σε αυτή τη ζωογόνο -και σχετικά ασφαλή- φούσκα του θεάτρου (εντατικές πρόβες με μάσκες για το «Τρίτο Στεφάνι» που ανεβαίνει μετά από πολλά καρδιοχτύπια στο «Παλλάς» με το 30% της πληρότητάς του) και βέβαια γυρίσματα για τις (καθημερινές πλέον) «Mέλισσες».

«Όλες οι μέρες μου είναι ίδιες», μου λέει καθώς συναντιόμαστε στο φουαγιέ του «Παλλάς», εγώ με φρικιαστική μάσκα Κ95, εκείνη στα δύο μέτρα χωρίς μάσκα, κουρασμένη αλλά προσηνής, ανθρώπινη και λαμπερή. Με χιούμορ και τσαγανό. «Σηκώνομαι στις 7 το πρωί, από τις 8 μέχρι τις 6 έχω γύρισμα, μετά 6 με 12 έχω πρόβα. Ύστερα γυρίζω σπίτι, κάνω επανάληψη για το επόμενο γύρισμα, διαβάζω για το θέατρο, πέφτω για ύπνο και μετά πάλι από την αρχή. Δεν υπάρχει άλλη ζωή. Δεν γίνεται. Ζω μόνο στον ύπνο μου, στα όνειρα που βλέπω τις τέσσερις ώρες που κοιμάμαι».

Σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, οι πρόβες που συνεχίζονται κανονικά είναι και ένα είδος αντίστασης;

Ακριβώς. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο κόσμος λαχταράει να έρθει στο θέατρο.Το ίδιο το έργο έχει τέτοια μηνύματα.Λόγω της Κατοχής και των άλλων δύσκολων περιόδων που πέρασε η χώρα μας, μας δίνει, ενώ το παίζουμε, μια μικρή ελπίδα.Οτι τα κατάφεραν αυτοί που είχαν έναν ορατό εχθρό. Φράσεις όπως «ωχ αδελφέ, όπου όλος ο κόσμος κι εμείς» ή μια ατάκα που λέει η ηρωίδα μου, η Νίνα: «Το πολύ-πολύ θα πεθάνουμε!». (γελάει)

Όταν έγραφε το «Τρίτο Στεφάνι» ο Κώστας Ταχτσής δήλωνε ερωτευμένος με την Ελλάδα. Μήπως σήμερα έχει αναδυθεί μια νοσταλγία για μια άλλη ελληνικότητα… Νομίζω ότι και οι «Μέλισσες» κολλούν σε αυτό…

Σαν να έχουμε απομακρυνθεί τελευταία από την έννοια «ελληνικότητα», σαν να την έχουμε ενοχοποιήσει λιγάκι όλοι μας, και εγώ. Την καπηλεύτηκαν πολλοί φασίστες και εθνικιστές (μιλάμε σήμερα, μια συναισθηματικά φορτισμένη μέρα, καθώς βγήκε επιτέλους η απόφαση για τον Παύλο Φύσσα) και μας έκαναν να νιώθουμε ενοχές αν αγαπάμε την πατρίδα μας. Η ελληνικότητα πήρε μια αρνητική χροιά. Έχει τύχει να δω σημαίες κρεμασμένες την 25η Μαρτίου και να πω: «Τώρα, τι τις κρεμάς τις σημαίες; Εδώ υπάρχει τόσος εθνικισμός, τόση ξενοφοβία…».

Η οποία μάλιστα έχει επιδεινωθεί με τον κορωνοϊό…

Ναι, τα ρίχνουμε όλα στους ξένους. Το να την επιδεικνύεις κιόλας με τα «έξω οι ξένοι απ’ την Ελλάδα» και «Είμαστε Έλληνες» δεν είναι ό,τι καλύτερο. Όλο αυτό, λοιπόν, έχει γυρίσει κάπως ανάποδα. Αναζητούμε μια ελληνικότητα. Αναζητούμε τις πηγές μας, τις ρίζες μας, μας αφορά. Και το δείχνει αυτό το «Τρίτο Στεφάνι», το οποίο κάθε φορά που ανεβαίνει σπάει ταμεία. Και τις «Μέλισσες», με τις μνήμες από το χωριό, ο κόσμος τις αγκάλιασε.

Υπάρχουν νέα παιδιά εθισμένα στο Νetflix που δεν έχουν δει άλλη ελληνική σειρά…

Γιατί, έχω δει εγώ ελληνική σειρά; Τίποτα. Άντε να έχω δει ένα επεισόδιο από κάποιες που θεωρούνταν εξαιρετικές, δεν θέλω να μιλήσω για άλλες. Εγώ πήρα τηλεόραση για να βλέπω τις «Μέλισσες». Πιάνω όμως τον εαυτό μου να παρακολουθώ τη σειρά ως απλός θεατής και να συγκινούμαι.

Να υποθέσω ότι όλο αυτό το υπερφορτωμένο πρόγραμμα είναι ένα είδος άμυνας σε αυτό που συμβαίνει;

Ναι, μπορεί, το έχω αυτό. Παρόλο που δεν θέλω να ζω για να δουλεύω, μου βγαίνει μια τελειομανία, να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου, να τον φτάνω, βρε παιδί μου, στα άκρα. Δεν είμαι ποτέ ευχαριστημένη. Είναι μάλιστα μεγάλη η τηλεόραση που αγόρασα για να βλέπω…

Τις ατέλειές σας;

Κυρίως τις ατέλειες! (γελάει) Είμαι πολύ ψείρας. Μόλις τελειώσουν οι πρόβες στις 11 το βράδυ βλέπω το επεισόδιο της ημέρας ή μαζεμένα επεισόδια για να δω τι θα διορθώσω, τι λειτούργησε.

Ο δικός σας οδηγός επιβίωσης σε αυτή την αλλοπρόσαλλη καθημερινότητα ποιος είναι;

Αντλώ δύναμη και από τα γυρίσματα και από τις πρόβες που κάνω. Ξεχνιέσαι. Γιατί μπαίνεις σε μια χρονοκάψουλα. Και ας λέω «δεν μπορώ να σε πάρω στα σοβαρά» όταν βλέπω κάποιον συνάδελφο πάνω στη σκηνή με τη μάσκα του οξυγονοκολλητή! Και ας βλέπω το συνεργείο με μάσκες. Είναι σαν να έχουμε φτιάξει ένα μικρό σύμπαν, και εδώ και εκεί, με ανθρώπους που μας ενώνει κάτι, ένας κοινός σκοπός, μια κοινή αγάπη. Εντάξει, οι καλλιτέχνες έχουμε αυτό το καλό. Όσοι βέβαια είμαστε τυχεροί και δουλεύουμε, γιατί άλλη πληγή αυτή… Είναι πολύ μαύρη η κατάσταση, πολύ μαύρο το χρήμα που είπε και η υπουργός μας.

Το θεωρείτε δικαιολογημένο να πει κάποιος «μιλάει τώρα και η Κίτσου που έχει δύο δουλειές»…

Γιατί όχι; Ε, και εκεί έγκειται η προσωπική ευθύνη του καθενός, πώς θα πάρει θέση, παρότι είναι εξασφαλισμένος, πώς θα πιέσει με όποιον τρόπο μπορεί να εξαλειφθούν οι αδικίες που ταλανίζουν χρόνια τους καλλιτέχνες.

Βέβαια, όλα αυτά προϋπήρχαν της πανδημίας.

Προϋπήρχαν, φυσικά. Με τον κορωνοϊό, όμως, βγήκαν μπροστά. Και εννοείται ότι τα δεχόμασταν πρώτοι εμείς οι καλλιτέχνες. Εγώ δεν δέχτηκα ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν ήμουν από τους τυχερούς που δεν χρειάστηκε να κάνουν συμβιβασμούς ή αν ήταν έτσι ο χαρακτήρας μου και δεν θα δεχόμουν ποτέ να δουλέψω αμισθί… Με όποιο τίμημα είχε αυτό βέβαια, έτσι; Ποτέ δεν ήταν η τρέλα μου να παίξω, να φανώ και ας μην πληρωθώ, και ας δουλεύω στο μπαρ. Φυσικά, δούλεψα και σε μπαρ. Το θεωρώ απόλυτα δικαιολογημένο να μου πουν «τι μιλάς και εσύ που έχεις δύο δουλειές;». Αλλά φροντίζω να παίρνω θέση στα πράγματα, ναι, υπάρχει μαύρη εργασία, ανέκαθεν υπήρχε, τώρα τι κάνουμε… Είναι υποκρισία. Τότε δηλαδή, γιατί δεν ξεσηκωνόσασταν; Έπρεπε να έρθει η πανδημία;

Από όλη αυτή τη δοκιμασία τι πιστεύετε ότι θα βγει;

Θα ήθελα να βγούμε υπεύθυνοι από όλο αυτό, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Δεν είναι ότι δεν μας έχω σε μεγάλη εκτίμηση ως λαό. Έχουμε όμως, ρε γαμώτο, μεγάλα ελαττώματα. Όσα χαρίσματα έχουμε -είμαστε ανοιχτοί άνθρωποι, έχουμε φιλότιμο και λεβεντιά- τόσο ανεύθυνοι και παρτάκηδες είμαστε. Δεν ξέρω αν και αυτή η κρίση, όπως και όλες οι προηγούμενες που έχουμε περάσει, θα βοηθήσει σε κάτι. Σίγουρα σε ένα βαθμό γίναμε πιο ευαισθητοποιημένοι, ταυτόχρονα, όμως, κλειστήκαμε ακόμα περισσότερο, ο καθένας την πάρτη του.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου έγραψε πρόσφατα ότι ζούμε σε μια νηπενθή εποχή, που αρνείται δηλαδή να πενθήσει.

Ναι, υπάρχει άρνηση. Κοιτάξτε, εγώ ποτέ δεν ντράπηκα να πενθήσω, να δείξω πόσο στενοχωρημένη, πόσο προβληματισμένη είμαι.Δεν έχω κρυφτεί. Εάν είμαι χαρούμενη (χαρούμενη δεν είμαι) ή κάνω χιούμορ, είναι όπλο απέναντι σε αυτό που συμβαίνει.

Υπόσχομαι να μη σας ρωτήσω και εγώ για την κατάθλιψη, για την οποία σας ρωτούν εμμονικά όλοι από τότε που το εξομολογηθήκατε…

Χριστέ μου! (γελάει)

Κάποιοι διάσημοι, πάντως, έχουν φτάσει να εξαργυρώνουν τα ψυχικά τραύματά τους, να κάνουν την ευθραυστότητά τους σημαία…

Και με αυτό διαφωνώ. Εγώ, ας πούμε, μίλησα γι’ αυτό γιατί είχα τεράστια ανάγκη να βοηθήσω νέα παιδιά ή ενήλικες που περνάνε αυτό το πράγμα. Αν σας πω πόσα μηνύματα παίρνω ακόμα και σήμερα στο Instagram γι’ αυτό! Με ρωτάνε «τι να κάνω, πες μου, νιώθω αυτό, δεν έχω μιλήσει σε κανέναν, εσύ πώς βοηθήθηκες;». Και εκεί λέω «τι καλά που έκανα και μίλησα!». Το θεωρώ βέβαια άκυρο να με ρωτάνε μετά οι πάντες. Είπα ό,τι είχα να πω. Σημασία έχει ότι, είτε το ξέρει, είτε όχι, το 90% της Ελλάδας έχει κατάθλιψη. Τουλάχιστον ας το παραδεχόμασταν να ζητάγαμε βοήθεια, να τελείωνε το θέμα. Αυτή η νηπενθής, όπως είπατε, εποχή σήμερα είναι πολύ χειρότερη. Γιατί σου βγαίνει αλλού μετά. Σε βία, οργή, σε άλλα συμπλέγματα.

Η οργή έχει βγει ήδη, τη βλέπουμε ακόμα και στους δρόμους.

Φυσικά. Γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι δεν είναι καλά. Φοβούνται. Για μένα ποτέ δεν ήταν δύσκολο.

Μια κινηματογραφική παραγωγή για να κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πρέπει πλέον να πληροί κάποια νέα κριτήρια, να αποτυπώνεται η διαφορετικότητα σε ζητήματα φύλου, χρώματος κ.ο.κ. Μήπως η πολιτική ορθότητα τραβιέται πλέον απ’ τα μαλλιά;

Θέλουμε τη διαφορετικότητα, αλλά με τι κριτήρια; Τη θέλουμε του τύπου σαν σε τσίρκο που το δείχνουμε για να έρθει το κοινό; Είναι τρομερά υποκριτικό. Και πάλι μιλάμε για «μειονότητες», γιατί τους πρωταγωνιστές σου και το θέμα της ταινίας σου θα φροντίσεις να τους έχεις «στρέιτ».Μου φαίνεται τρομερά ρατσιστικό. Γιατί, αλήθεια, έχει σταματήσει να υπάρχει ο ρατσισμός; Επειδή το καταδεικνύουμε και γινόμαστε περισσότερες οι φωνές που τον καταδικάζουμε; Και; Είναι εξίσου πολυπληθείς και οι αντίθετες φωνές. Έχει σταματήσει η ξενοφοβία; Έχει σταματήσει η ομοφοβία; Όχι, βέβαια, εδώ βλέπεις νέους ανθρώπους να σκέφτονται έτσι. Εκεί τρελαίνομαι εγώ.

Ο κόσμος της τέχνης είναι σαφώς πιο προοδευτικός.

Ναι, αλλά ο μέσος άνθρωπος δεν είναι έτσι. Το βλέπω από το ευρύτερο οικογενειακό μου περιβάλλον και από οικογένειες φίλων που δεν έχουν σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. Και από τις εφημερίδες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης… Πάμε από το κακό στο χειρότερο. Και πες ότι οι παλαιότεροι έχουν μια δικαιολογία, γιατί έχουν περάσει όντως πολλές κακουχίες. Οι νεότερες γενιές γιατί; Το μόνο που μπορώ να βρω είναι ότι τους μεγάλωσαν έτσι. Αλλά και πάλι, βρε παιδί μου, δεν σκέφτεσαι, δεν έχεις κριτικό νου; Δεν μπορείς να δεις τα λάθη των γονιών σου που σε διέλυσαν για να μην τα μεταφέρεις στα παιδιά σου;

Ζούμε σε μια εποχή νεοσυντηρισμού, αλλά υπάρχουν και θετικά δείγματα, π.χ. αλληλεγγύης.

Και παλαιότερα υπήρχαν τέτοια δείγματα, υπήρχαν φωνές διαφορετικές. Το θέμα είναι η πλειοψηφία τι κάνει. Και η πλειοψηφία είναι όντως νεοσυντηρητική.

Ήδη υπάρχουν στοιχεία ότι η πανδημία θα πλήξει περισσότερο τις γυναίκες.

Η γυναίκα ήταν πάντα, δυστυχώς, σε κατώτερη θέση από τον άνδρα. Ακόμα και στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες. Ναι, μπορεί να πάρει μεγάλη θέση, π.χ. υψηλόβαθμου στελέχους, αλλά και πάλι αυτό είναι η εξαίρεση, και πάλι το λένε σαν θαύμα, «να, η γυναίκα που κατάφερε να γίνει αρχισυντάκτρια, πρόεδρος, πρωθυπουργός!». Και μισθολογικά.

Και στο δικό σας χώρο;

Δεν το γνωρίζω, είμαι όμως σίγουρη. Διάβαζα σε ένα άρθρο ότι στις τσόντες οι άνδρες πληρώνονται πολύ περισσότερο από τις γυναίκες! Με ποια λογική; (γελάει) Σοβαρά τώρα, αντί να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο ότι η γυναίκα μπορεί όχι μόνο να αντεπεξέλθει, αλλά να είναι ανώτερη σε πολλά, το λένε σα να πρόκειται για το όγδοο θαύμα του κόσμου. Ζούμε ακόμα σε πατριαρχικές κοινωνίες.

Κάτι που αποτυπώνεται πολύ στο αυτοβιογραφικό «Τρίτο Στεφάνι»…

Φυσικά. Ο ίδιος ο Ταχτσής μεγάλωσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Το αισιόδοξο όμως με αυτό το έργο είναι ότι οι ηρωίδες του δεν είναι γυναικούλες, είναι αρκετά αντράκια. Και η Νίνα που υποδύομαι εγώ και η Εκάβη (σ.σ.: Μαρία Καβογιάννη) έχουν πάρει τη ζωή στα χέρια τους.

Πείτε μου ένα κομμάτι σοφίας που σας έχουν αφήσει οι γονείς σας.

Το να μην κάνω υποχωρήσεις, να είμαι περήφανη. Το έκαναν βέβαια σε υπερβολικό βαθμό, να μη ζητάς βοήθεια από κανέναν. Όμως, ήταν και οι δύο πολύ μοναχικοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου έλεγε «ο λύκος έχει το λαιμό του χοντρό γιατί είναι μόνος του». Εγώ φυσικά τα έχω διηθήσει όλα αυτά. Και έχω μάθει να ζητάω και βοήθεια όταν δεν τα καταφέρνω μόνη μου. Και θα παρότρυνα όλο τον κόσμο να το κάνει. Να αφήσουν κατά μέρος τον εγωισμό τους. Γιατί δύο άνθρωποι είναι καλύτερα από ένας, δέκα είναι καλύτερα από δύο. Η περηφάνια δεν χάνεται. Ισα-ίσα, έτσι τη διατηρείς. Όταν δεν ζητάς βοήθεια είναι που φτάνεις στο τέλος να χάνεις την αξιοπρέπειά σου.

Το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή ανεβαίνει στο Θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, τηλ.: 210 3213100) από τις 16 Οκτωβρίου. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Παίζουν η Μαρία Καβογιάννη, η Μαρία Κίτσου και 18μελής θίασος.

Η συνέντευξη και η φωτογράφιση της  Μαρία Κίτσου δημοσιεύθηκε στο Marie Claire Νοεμβρίου που κυκλοφορεί.

Fashion editor: Ελίνα Συγγαρέως

Χτένισμα: Χρύσανθος Σμυρναίος (Beehive artists)

Μακιγιάζ: Σοφία Σαρηγιαννίδου (This is Not Another Agency*)

Βοηθός στυλίστα: Δήμητρα – Βαρβάρα Σταυροπούλου

Φωτογράφος: Γιώργος Καπλανίδης (This is Not Another Agency*)

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below