Δύο νύχτες ακανόνιστου ύπνου είναι αρκετές για να κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται κατά χρόνια μεγαλύτεροι, σύμφωνα με έρευνα, στην οποία διαπιστώθηκε ότι ο ξεκούραστος ύπνος είναι βασικός παράγοντας, που συμβάλλει στο να μην αισθάνεται κανείς την πραγματική του ηλικία.

Ψυχολόγοι από τη Σουηδία διαπίστωσαν ότι, κατά μέσο όρο, οι εθελοντές που συμμετείχαν στην έρευνα, αισθάνονταν περισσότερα από τέσσερα χρόνια μεγαλύτεροι όταν περιορίζονταν σε μόνο τέσσερις ώρες ύπνου για δύο συνεχόμενες νύχτες, ενώ ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι η υπνηλία τους έκανε να αισθάνονται δεκαετίες μεγαλύτεροι.

Το αντίθετο παρατηρήθηκε όταν οι άνθρωποι μπορούσαν να μείνουν στο κρεβάτι για εννέα ώρες με τους συμμετέχοντες στη μελέτη να ισχυρίζονται ότι αισθάνονται κατά μέσο όρο τρεις μήνες νεότεροι από την πραγματική τους ηλικία έπειτα από άφθονη ξεκούραση.

«Ο ύπνος έχει σημαντικό αντίκτυπο στο πόσο γέρος αισθάνεται κάποιος. Η έλλειψη σωστής ξεκούρασης δεν έχει μόνο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις», δήλωσε η δρ Leonie Balter, ψυχονευροανοσολόγος στο Ινστιτούτο Karolinska της Στοκχόλμης και συγγραφέας της μελέτης. «Ακόμη και όταν κοιμάστε λιγότερο μόνο για δύο νύχτες, αυτό έχει πραγματικό αντίκτυπο στο πώς αισθανόμαστε».

Οι μελέτες και τα αποτελέσματα

Οι ερευνητές διεξήγαγαν δύο μελέτες. Στην πρώτη, 429 άτομα ηλικίας 18 έως 70 ετών απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με το πόσο γέροι αισθάνονταν και για πόσες νύχτες, αν υπήρχαν, είχαν κοιμηθεί άσχημα τον τελευταίο μήνα. Η υπνηλία τους αξιολογήθηκε επίσης σύμφωνα με μια τυπική κλίμακα που χρησιμοποιείται στην ψυχολογική έρευνα.

Για κάθε ημέρα κακού ύπνου οι εθελοντές ένιωθαν κατά μέσο όρο τρεις μήνες μεγαλύτεροι, διαπίστωσαν οι επιστήμονες, ενώ όσοι δεν ανέφεραν προβλήματα ύπνου τον προηγούμενο μήνα ένιωθαν κατά μέσο όρο σχεδόν έξι χρόνια νεότεροι από την πραγματική τους ηλικία.

Στη δεύτερη μελέτη, οι ερευνητές ρώτησαν 186 εθελοντές ηλικίας 18 έως 46 ετών για το πόσο γέροι αισθάνονταν έπειτα από δύο νύχτες άφθονου ύπνου, κατά τις οποίες έμεναν στο κρεβάτι για εννέα ώρες κάθε βράδυ, και δύο νύχτες που κοιμόντουσαν μόνο τέσσερις ώρες τη νύχτα.

Οι συμμετέχοντες ένιωθαν κατά μέσο όρο 4,44 χρόνια μεγαλύτεροι όταν δεν κοιμήθηκαν σωστά από ό,τι όταν είχαν άφθονο ύπνο. Το να νιώθουν λοιπόν, πιο γερασμένοι συνδέθηκε με το αίσθημα της κούρασης, από έλλειψη σωστού ύπνου.

«Αν θέλετε να αισθάνεστε νέοι, το πιο σημαντικό πράγμα είναι να προστατεύετε τον ύπνο σας», δήλωσε η Balter.

Γράφοντας στην επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society B, οι ψυχολόγοι περιγράφουν διαφορές στις αντιδράσεις των ανθρώπων ανάλογα με το αν συνήθιζαν να ξυπνούν πρωί ή όχι. Εκείνοι που ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και πήγαιναν για ύπνο νωρίς το βράδυ επηρεάστηκαν αρνητικά όταν διαταράχθηκε η ισορροπία του ύπνου τους. Οι βραδινοί τύποι αισθάνονταν μεγαλύτεροι από την πραγματική τους ηλικία, ακόμη και όταν κατάφεραν να κοιμηθούν πολλές ώρες χωρίς διακοπή.

Η Δρ Serena Sabatini, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Surrey, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, χαρακτήρισε τα αποτελέσματα «ελπιδοφόρα», αλλά δήλωσε ότι η διερεύνηση του κατά πόσον αυτά ισχύουν σε ηλικιωμένους ανθρώπους θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για μελλοντική έρευνα.

«Ένα άλλο σημαντικό πράγμα που πρέπει να εξεταστεί σε μελλοντικές έρευνες είναι η διερεύνηση αυτών των μηχανισμών με την πάροδο του χρόνου», πρόσθεσε. «Αυτή η μελέτη μάς λέει ότι μια κακή νύχτα ύπνου μπορεί να επηρεάσει το πώς αισθανόμαστε την επόμενη ημέρα, αλλά ποιες είναι οι σωρευτικές επιπτώσεις του κακού ύπνου για μήνες και χρόνια;».

Η Δρ Iuliana Hartescu, ανώτερη λέκτορας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Loughborough, η οποία επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι η ανεπαρκής ή κακή ποιότητα ύπνου είναι σημαντική για τις συμπεριφορές του τρόπου ζωής που τελικά επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη υγεία.

«Ο ύπνος είναι μια συμπεριφορά που έχει άμεσο, αισθητό αποτέλεσμα στην υγεία», δήλωσε. «Οι επιπτώσεις της κακής διατροφής και της χαμηλής σωματικής δραστηριότητας χρειάζονται κάποιο χρόνο για να γίνουν αντιληπτές. Η επίδραση μιας κακής νύχτας ύπνου είναι άμεση και επηρεάζει όλες τις άλλες συμπεριφορές του ατόμου μέσα στο 24ωρο».

Η 10ετής μελέτη για την άσκηση και την υπνηλία

Μια άλλη μελέτη, που διήρκησε 10 χρόνια, σε περισσότερους από 4.000 Ευρωπαίους διαπίστωσε ότι όσοι ασκούνταν συστηματικά δύο έως τρεις φορές την εβδομάδα είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να υποφέρουν από αϋπνία σε σχέση με εκείνους που δεν γυμνάζονταν και ήταν πιο ικανοί να κοιμούνται έξι έως εννέα ώρες κάθε βράδυ.

Η ομάδα ερευνητών, που αποτελούνταν από επιστήμονες από διάφορα κράτη της Ευρώπης, ανέλυσε ερωτηματολόγια από άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα για την υγεία του αναπνευστικού σχετικά με τις συνήθειες άσκησης, το πόσο καλά και πόσο κουρασμένοι ένιωθαν την επόμενη ημέρα. Οι εθελοντές σε 21 τοποθεσίες σε εννέα χώρες παρακολουθήθηκαν για μια δεκαετία.

Όσοι ασκούνταν δύο ή περισσότερες φορές την εβδομάδα, για τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα, είχαν 42% λιγότερες πιθανότητες να έχουν προβλήματα ύπνου σε σύγκριση με εκείνους που δεν ασκούνταν καθόλου, σύμφωνα με τη μελέτη, και 55% περισσότερες πιθανότητες να κοιμούνται υγιώς κάθε βράδυ.

«Η μελέτη αυτή έχει μεγάλη περίοδο παρακολούθησης, 10 χρόνια, και δείχνει έντονα ότι η σωματική δραστηριότητα μπορεί να είναι σημαντικός παράγοντας για τη βελτιστοποίηση της διάρκειας του ύπνου και τη μείωση των συμπτωμάτων της αϋπνίας», ανέφεραν οι συγγραφείς στο BMJ Open.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below